πολύσχημος

πολύσχημος
-η, -ο / πολύσχημος, -ον, ΝΜΑ
ο ποικίλος ως προς το σχήμα ή τη μορφή, πολύμορφος («πολύσχημος χείρ», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλό-σχημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύσχημος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσχημον — πολύσχημος masc/fem acc sg πολύσχημος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχήμων — πολύσχημος masc/fem/neut gen pl πολυσχήμων onos masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσχήμῳ — πολύσχημος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσχημοι — πολύσχημος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱԶՄԱՁԵՒ — ( ) NBH 1 410 Chronological Sequence: 6c, 8c ա.մ. πολύσχημος multarum figurarum, πολυειδής, ποικίλος multiformis, varius Բազում ձեւով յօրինեալ. յոքնատեսիլ. պէսպէս. բազմագոյն. *Անունն Աստուծոյ՝ բազմաձեւ եւ բազմատեսակ յասացելոցն (այսինքն՝ ʼի սուրբ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”